-
1 ιωβηλαίο(ν)
το юбилей;γιορτασμός ( — или πανηγυρισμός) τού ιωβηλαίο(ν) ιωβηλαίου — юбилейные торжества
-
2 ιωβηλαίο(ν)
το юбилей;γιορτασμός ( — или πανηγυρισμός) τού ιωβηλαίο(ν) ιωβηλαίου — юбилейные торжества
См. также в других словарях:
γιορτασμός — ο ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτασμός, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek
γιορτασμός — ο το γιόρτασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας — Διεθνής γιορτασμός της μητέρας, ως φόρος τιμής προς τις μητέρες όλου του κόσμου για τις προσπάθειές τους να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Η Π. Η. της Μ. γιορτάζεται την 1η Κυριακή του Μαΐου κάθε χρόνο … Dictionary of Greek
Πρωτομαγιά — η η πρώτη μέρα του Μαΐου και ο γιορτασμός της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξακοσιετηρίδα — η 1. επέτειος για τη συμπλήρωση εξακοσίων ετών από κάποιο γεγονός. 2. ο γιορτασμός γι αυτή την επέτειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)